- λογοπώλης
- λογοπώλης, ὁ (Α)αυτός που πουλά λόγους, που εμπορεύεται λόγους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογοπώλης — dealer in words masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοπῶλαι — λογοπώλης dealer in words masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pancrates of Athens — Pancrates ( el. Παγκρατης) of Athens, was a Cynic philosopher who lived c. 140 AD. Philostratus relates, that when the celebrated sophist Lollianus was in danger of being stoned by the Athenians in a tumult about bread, Pancrates quieted the mob… … Wikipedia
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek